- πλαγγών
- η / πλαγγών, -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλαγγόνα, η, Νμικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κέρινη κούκλα με αρκετά πεπλατυσμένο σώμα και κινητά χέρια και πόδιααρχ.(κατά τον Ησύχ.) α) «σφαῑρα, καλαθίς»β) «πλαγγόνεςκεκρύφαλα».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η μορφή τής λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. πλαγγ- τού ρ. πλάζω* (πρβλ. πλάγγ-ος), η σημασία της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο Πλαγγών (πρβλ. πλαγγόνων) μάλλον ταυτίζεται με το προσηγορικό].
Dictionary of Greek. 2013.